- βροντώ
- (AM βροντῶ, -άω) [βροντή]1. (γ' πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής2. παράγω βρόντονεοελλ.1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά4. αντηχώ («βροντάει η λαγκαδιά»)5. χτυπώ δυνατά6. φρ. α) «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» — για όποιον δείχνει πλήρη αδιαφορία σε παρακλήσεις ή συμβουλέςβ) «το βρόντηξε (το κανόνι)» — χρεωκόπησεγ) «τα βρόντηξε κι έφυγε» — εγκατέλειψε ξαφνικά κάποιον ή κάποια εργασίααρχ.(-ώμαι) με χτυπάει βροντή, κεραυνοβολούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.